τετρεμαινω

τετρεμαινω
    τετρεμαίνω
    дрожать, трепетать Arph.

Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Смотреть что такое "τετρεμαινω" в других словарях:

  • τετρεμαίνω — pres subj act 1st sg τετρεμαίνω pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρεμαίνω — ΜΑ καταλαμβάνομαι από τρόμο («οὔτως αὐτὰς τετρεμαίνω καὶ πεφόβημαι», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετραμαίνω* κατ επίδραση τού τρέμω] …   Dictionary of Greek

  • τετρεμαίνει — τετρεμαίνω pres ind mp 2nd sg τετρεμαίνω pres ind act 3rd sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρεμαίνοντα — τετρεμαίνω pres part act neut nom/voc/acc pl τετρεμαίνω pres part act masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρεμαίνουσι — τετρεμαίνω pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) τετρεμαίνω pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐτετρέμαινον — τετρεμαίνω imperf ind act 3rd pl τετρεμαίνω imperf ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρεμαινούσῃ — τετρεμαίνω pres part act fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρεμαίνειν — τετρεμαίνω pres inf act (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τετρεμαίνων — τετρεμαίνω pres part act masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • τρομαίνω — Α (κατά τα Ανέκδοτα Βεκκήρου) τετρεμαίνω*. [ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. τού τετρεμαίνω*, σχηματισμένος από την ετεροιωμένη βαθμίδα τρομ τού θ. τρεμ τού τρέμω* χωρίς αναδιπλασιασμό τε ] …   Dictionary of Greek

  • τετραμαίνω — και δ. γρφ τετρεμαίνω Α [τέτραμος] τρέμω …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»